πλειστόκαινος

πλειστόκαινος
-η, -ο, Ν
1. το ουδ. ως ουσ. το πλειστόκαινο
γεωλ. η παλαιότερη και μεγαλύτερη από τις δύο εποχές που συνιστούν την τεταρτογενή περίοδο και το χρονικό διάστημα στο οποίο πραγματοποιήθηκε η διαδοχή κλιματικών κύκλων σε παγετώδεις και μεσοπαγετώδεις εποχές
2. φρ. «γεωλογία πλειστοκαίνου»
γεωλ. κλάδος τής γεωλογίας που ασχολείται με την εξέλιξη τής επιφάνειας τής Γης κατά τη διάρκεια τού πλειστοκαίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleistocene (< πλείστος + καινός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”